-
1 рюкзак
См. также в других словарях:
ταξιδιωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταξιδιώτη ή τα ταξίδια, εκδρομικός, τουριστικός: Ταξιδιωτικός σάκος. – Ταξιδιωτικό γραφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)